- κατηφείη
- κατ-ηφείη (κατηφής): humiliation, shame. (Il.)
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κατηφείη — κατήφεια dejection fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφείηι — κατηφείῃ , κατήφεια dejection fem dat sg (epic ionic) κατηφείῃ , κατήφεια dejection fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… … Dictionary of Greek